Κάπου στη Μυτιλήνη καλοκαίρι του 1995

Με αφορμή τα 25 χρόνια του Πελίτι θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές πολύ ωραίες ιστορίες από αυτό το υπέροχο ταξίδι. Οι ιστορίες δεν αφορούν απαραίτητα σπόρους.

Ήταν καλοκαίρι του 1995. Ήμασταν μια παρέα φίλων, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Η μια κοπέλα ζούσε στη Μυτιλήνη εκείνη την περίοδο. Είχαμε ακούσει για μια μουσική βραδιά που θα γινόταν σε μια ταβέρνα έξω από την πόλη της Μυτιλήνης και πήραμε απόφαση να πάμε. Πήγαμε στην ταβέρνα, κάτσαμε σ’ ένα τραπέζι, είδαμε μια παρέα μουσικών που κάθονταν σ’ ένα άλλο τραπέζι, όπου κούρδιζαν τα όργανα τους.

Η ώρα περνούσε, οι μουσικοί μόνο κούρδιζαν, κάπου είχαμε κουραστεί από αυτή την κατάσταση και γύρω στις δέκα αποφασίζουμε να φύγουμε και να πάμε στην άλλη άκρη του νησιού, όπου γινόταν ένας γάμος κάποιου γνωστού.

Ξεκινάμε μέσα στη νύχτα, οι δρόμοι στενοί και σκοτεινοί, ανεβοκατεβαίναμε βουνά και κάποια στιγμή, λίγο έξω από ένα χωριό, χαλάει το αυτοκίνητο, ακινητοποιείται.

Καταφέραμε να το βάλουμε στην άκρη και αποφασίσαμε ο Νίκος να πάει στο χωριό με τα πόδια, για να ζητήσει βοήθεια και εγώ με τις δύο κοπέλες να μείνουμε στο αυτοκίνητο.

Εμείς, με το που έφυγε ο Νίκος, απολαμβάναμε τον ουρανό με τα αστέρια του, δεν υπήρχε κανένα ηλεκτρικό φως κάπου κοντά και πιάσαμε το τραγούδι σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

Μετά από αρκετή ώρα ήρθε ο φίλος μας με ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες. Ένας άνθρωπος φιλοτιμήθηκε να μας πάρει στο χωριό και να μας φιλοξενήσει (θα τον αποκαλώ οικοδεσπότη). Ο κύριος αυτός κάπου στα πενήντα, μας πήγε σ’ ένα καφενείο ενός φίλου του.

Αργότερα μάθαμε τι έγινε. Ο Νίκος, όταν πήγε στο χωριό, ζήτησε βοήθεια από όσους ανθρώπους συνάντησε στον δρόμο του, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ήταν αργά το βράδυ και ήταν ξένος. Απελπίστηκε, έκατσε σε ένα πεζούλι με τα χέρια στο κεφάλι και εκεί τον είδε ο οικοδεσπότης μας.

Τον ρώτησε ποιος είναι και τι του συμβαίνει, ο Νίκος του εξήγησε ότι πηγαίναμε σ’ έναν γάμο και χάλασε το αυτοκίνητο και τότε αυτός κατευθείαν του είπε «πάμε να πάρουμε τους φίλους σου και θα σας φιλοξενήσω εγώ».

Στο τραπέζι συστηθήκαμε και είπαμε ο καθένας από πού ήμασταν και τι κάναμε. Ο οικοδεσπότης άρχισε και αυτός να μας λέει τη δική του ιστορία. Όταν του είπαμε ότι είμαστε από το Νευροκόπι, μας είπε για μια ταβέρνα που είχε πάνω στον δρόμο Δράμας – Νευροκοπίου και για τα γλέντια που έκανε σ’ αυτήν. Στη συνέχεια μας είπε ότι έχει κάνει φυλακή για απόπειρα ανθρωποκτονίας, για εμπορία ναρκωτικών και άλλα τέτοια.

Όλοι είχαμε μείνει «παγωτό».

Προσωπικά, είχα εντυπωσιαστεί από τις ιστορίες του. Τού έκανα συνέχεια ερωτήσεις. Η μια φίλης μας ήταν κοινωνιολόγος και έκανε το διδακτορικό της πάνω στις γυναίκες, στην πορνεία, οπότε εκείνο το διάστημα ακούγαμε απίστευτες ιστορίες ανθρώπων. Μείναμε δυο ώρες τουλάχιστον ακούγοντας τις ιστορίες του οικοδεσπότη μας. Όταν ήταν να πάμε για ύπνο, κοιμηθήκαμε στο σπίτι ενός άλλου φίλου του που ήταν και αυτός μια πολύ πονεμένη ιστορία.

Την επομένη μάς περίμεναν στο καφενείο, φωνάξαμε την οδική βοήθεια, ήρθε πήρε το αυτοκίνητο κι εμείς κατεβήκαμε με το λεωφορείο στη Μυτιλήνη.

Τον ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία του και δεν τον συναντήσαμε ξανά.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ό,τι «χειρότερο» θα μπορούσε να έχει ένα χωριό. Παρόλα αυτά, για εμάς ήταν ένας φύλακας άγγελος, αυτός ήταν που μας πρόσφερε τροφή και στέγη σε μια ώρα ανάγκης.

Δεν αισθανθήκαμε καμία απειλή ούτε κάτι ανήθικο από μεριάς του. Νιώθαμε ασφαλείς από την πρώτη στιγμή που τον είδαμε. Κι όσο για τις ιστορίες που μας έλεγε, ήταν σαν να ζούσαμε ένα μυθιστόρημα.

Κείμενο & φωτογραφία: Παναγιώτης Σαϊνατούδης.

Επιμέλεια: Κική Κιτοπούλου.

Scroll to Top