Στη γνωστή τηλεοπτική σειρά «Σασμός», όπου προβάλλεται αυτό το διάστημα, η γιαγιά «διαβάζει» τα μηνύματα που φέρνουν τα πουλιά. Είχα την τύχη να ακούσω ιστορίες για ανθρώπους που διαβάζουν τα σημάδια από τη φύση.
Κάπως έτσι ακολούθημα το κάλεσμα και:
άρχισα να μαζεύω σπόρους ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με τα πόδια το 1991.
άφησα τη Θεσσαλονίκη και πήγα να ζήσω στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου το 1993.
ξεκίνησα το Πελίτι το 1995.
μπήκα στη φωτιά, στα αναστενάρια της Μαυρολέυκης το 1995.
οργάνωσα τα «Κατά Τόπους Αγροκτήματα» το 2000
εξέδωσα το έντυπο «Κατά Τόπους Αγροκτήματα» το 2001
πήγα και έζησα στα Πομακοχώρια.
και πολλά άλλα.
Το χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι μόλις έλεγα «Ναι» στο κάλεσμα, τότε ξεκινούσαν οι συμπτώσεις. Όταν είπα ότι θα πάω να ζήσω στο Δασωτό, ξαφνικά άρχισα να συναντάω ανθρώπους από το χωριό.
Όταν είπα ότι θα εκδόσω σε βιβλίο τα «Κατά Τόπους Αγροκτήματα», βρέθηκε ένας άνθρωπος να χρηματοδοτήσει την έκδοση. Δεν είχα τίποτα και είχα τα πάντα. Ταξίδευα με ότο στοπ σαν να είχα δικό μου αυτοκίνητο. Έδινα ραντεβού με σχολεία για να πάω να κάνω ομιλίες και ταξίδευα απόσταση με ότο στοπ μιας ώρες και έφτανα στην ώρα μου!!!
Έχει λίγες μέρες που σκεφτόμουν αυτό το άρθρο εχθές η φίλη μου η Μαριάνα μου έστειλε μια ιστορία της φυλής των αυτόχθονων Αμερικανών Cherokee.
Κάποτε ένας μαθητευόμενος Ιθαγενής θεραπευτής ψιθύρισε:
– «Μεγάλο πνεύμα, μίλα μου», και ένα αηδόνι άρχισε να κελαηδάει.
Όμως ο άντρας δεν άκουσε.
Ο θεραπευτής επανέλαβε:
– «Μεγάλο πνεύμα, μίλα μου», και στο βάθος ακούστηκε η ηχώ μιας βροντής.
Αλλά ο άντρας δεν μπορούσε να το νιώσει.
Ο θεραπευτής, κοίταξε γύρω του και φώναξε:
– «Μεγάλο πνεύμα, άσε με να σε δω», και ένα αστέρι έλαμψε ψηλά στον ουρανό.
Αλλά ο άντρας δεν γύρισε να το δει.
Ο θεραπευτής συνέχισε να φωνάζει:
– «Μεγάλο πνεύμα, δείξε μου ένα θαύμα!!!», και τότε ένα μωρό στην φυλή γεννήθηκε. Όμως ο άντρας δεν έπιασε για να νοιώσει την ζωή στο καρδιακό παλμό στο στήθος του μωρού.
Ο άντρας άρχισε να παρακαλάει και να απελπίζεται:
– «Μεγάλο Πνεύμα, άγγιξε με πες μου ότι είσαι εδώ μαζί μου». Και μια πεταλούδα προσγειώθηκε απαλά στον ώμο του. Ο άντρας δεν κοίταξε, απλά έδιωξε την πεταλούδα με το χέρι του.
Απογοητευμένος, αυτός ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του, λυπημένος, μόνος και φοβισμένος.
Μέχρι πότε θα κρατάς την καρδιά και τα μάτια σου κλειστά στα θαύματα που μας παρουσιάζει η ζωή κάθε στιγμή;
Όλα αυτά τα καλέσματα που ακολούθησα τα έκανα χωρίς να έχω χρήματα ή τα μέσα να τα υλοποιήσω. Στο δρόμο όμως βρίσκονταν όλα.
Είχα εμπιστοσύνη.
Είχα χαρά.
Συνέχιζα να εργάζομαι ότι και ναι συνέβαινε.
Στο τέλος γινόταν πραγματικότητα αυτό που είχε ταράξει την καρδιά μου.
Οι μέρες που ζούμε είναι αρκετά ταραγμένες και πολλοί από μας μπαίνουμε σε αδιέξοδα. Ας ζητήσουμε από την καρδιά μας να μας δείξει το επόμενο βήμα.
Η καρδιά μας θα μας απαντήσει. Μπορεί να μας μιλήσει με το θρόισμα των φύλλων, το φύσημα του ανέμου, με μια «σύμπτωση» κ.λ.π. Όταν ακολουθούμε τις συμπτώσεις βγαίνουμε από το τούνελ.
Μπαίνουμε στη δόνηση της συχρονικότητας.
Τότε αρχίζουμε να γράφουμε εμείς τι δική μας ιστορία.
Τότε γράφουμε εμείς την ιστορία του πλανήτη.
Δεν είμαστε θύματα καταστάσεων, είμαστε οι δημιουργοί των καταστάσεων.
Θα κλείσω αυτό το άρθρο με ακόμη έναν μύθο, αυτή τη φορά από την αρχαία Ελλάδα.
Ο Προμηθεύς γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας, έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους.
https://www.youtube.com/watch?v=LrJu2MxHqz8
Ο γίγαντας
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια ‘πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί, πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του ‘λεγαν “Στοχάσου”.
Στίχοι για το τραγούδι Ο γίγαντας Ξυλούρης Νίκος του έτους 1969 σε στίχους Μύρης Κ. Χ. και σύνθεση Μαρκόπουλος Γιάννης από το album Χρονικό. Πηγή
Καλό δρόμο.