Στο Διάσπαρτο της Ξάνθης, Αύγουστος 1997.

Με αφορμή τα 25 χρόνια του Πελίτι θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές πολύ ωραίες ιστορίες από αυτό το υπέροχο ταξίδι. Οι ιστορίες δεν αφορούν απαραίτητα σπόρους.

Το 1997 είναι η χρονιά που έκανα τα περισσότερα ταξίδια για την αναζήτηση καλλιεργητών που κρατάνε το δικό τους σπόρο. Επέστρεφα από το ένα ταξίδι και έφευγα στο άλλο. Όλα τα ταξίδια με τα πόδια και ότο στοπ. Τότε ήμουν 28 χρονών.

Είχα δει φωτογραφίες του Γιώργου Σπύρου από τα Πομάκικα χωριά της Ξάνθης και είχα εντυπωσιαστεί, από τις φορεσιές των γυναικών και από τις περιοχές όπου ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι.

Τότε ζούσα  στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου και ήταν σχετικά κοντά τα χωριά των Πομάκων της Ξάνθης. Είχα ακούσει ότι οι Πομάκοι είναι απομονωμένοι και κλειστοί άνθρωποι. Έτσι μέσω μιας φίλης βρήκα μια δασκάλα που ήταν δασκάλα στα Πομακοχώρια της Ξάνθης. Η δασκάλα φίλη προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο σπίτι της στην Ξάνθη και να ανεβαίνουμε μαζί στα χωριά.

Το πρώτο χωριό είναι η Σμίνθη. Ένα μεγάλο χωριό με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Οι γυναίκες φοράνε τις χαρακτηριστικές παραδοσιακές φορεσιές τους με τις καρό ποδιές.

Εδώ βρήκα κάποιους λίγους σπόρους. Αλλά δεν έμεινα και πολύ ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα.

Μετά γνώρισα κάποιους γιατρούς που ανεβαίνανε στον Εχίνο. Πήγα μαζί τους. Ο Εχίνος είναι το κέντρο των Πομάκικων χωριών της Ξάνθης. Είναι πολύ πυκνοκατοικημένος.

Τα ταξίδια τα ξεκίνησα αρχές Μαρτίου, ήταν η εποχή που κάνανε τα σπορεία του καπνού. Παντού έβλεπες σπορεία καπνού. Κάθε γωνία του δρόμου που ήταν λίγο πιο μεγάλη οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν.

Στον Εχίνο δεν βρήκα τίποτα. Οι άνθρωποι ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι μου, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις αλλά εδώ ένα παραπάνω. Αναζητάω σπόρους – «τι είναι αυτό ;».

Έφτασα ως τη Μέδουσα, πήγα στις Θέρμες, Άνω Κάτω, Μέσες Θέρμες. Μια εικόνα ότι δεν υπάρχουν σπόροι και ότι εμείς τα έχουμε χάσει κ.λ.π.

Που και που έβρισκα καμιά κολοκύθα, κανένα καλαμπόκι, καμιά ντομάτα ως εκεί.

Βλέποντας όμως το τοπίο και τη ζωή των ανθρώπων αισθανόμουν ότι σίγουρα υπήρχαν περισσότερα πράγματα και ότι η καχυποψία και ο φόβος είναι αυτός που κλείνει την πόρτα.

Πέρασε η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι, έκανα κάποια ταξίδια ακόμη και σκεφτόμουν τι να κάνω.

Τον Αύγουστο του 1997 φιλοξενούσα στο σπίτι μου στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου τον Γιώργο Χατζινικολάου και την Τσίντσια Πιαντανίνο από την Ιταλία. Ο φίλος μου Αχιλλέας με έφερε σε επαφή με φίλους του Πομάκους στο Διάσπαρτο της Ξάνθης. Έτσι ζήτησα από τους φίλους που φιλοξενούσα να πάμε με το αυτοκίνητο τους στο Διάσπαρτο της Ξάνθης. Έναν απομονωμένο οικισμό πάνω από 1200 μέτρα υψόμετρο.

Έτσι ξεκινήσαμε οι τρεις μας με το αυτοκίνητο από το Δασωτό για το Διάσπαρο.

Στο δρόμο ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά. Φτάσαμε στο Διάσπαρτο σχεδόν απόγευμα.

Όταν είχα πάει στο Δασωτό οι άνθρωποι έλεγαν ότι ήταν ξεχασμένοι και απομονωμένοι. Μετά γνώρισα και τα υπόλοιπα χωριά του λεκανοπεδίου Κ.Νευροκοπίου όπου οι άνθρωποι είχαν την ίδια αίσθηση. Ότι ήταν απομονωμένοι και ξεχασμένοι.

Όταν έφτασα στο Διάσπαρτο αισθάνθηκα ότι το Νευροκόπι δεν είναι από τις ξεχασμένες περιοχές της Ελλάδας.

Στο Διάσπαρτο τότε 1997 είχε έναν χωματόδρομο για να φτάνουν οι άνθρωποι ως το πρώτο σπίτι του χωριού. Μετά υπήρχαν μόνο μονοπάτια για τα σπίτια τους. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.

Ο Αχμέτ ο φίλος του Αχιλλέα που μας έφερε σε επαφή μας υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά. Μείναμε στο σπίτι τους το βράδυ. Κάτω από το πάτωμα που κοιμόμασταν υπήρχαν ζώα. Οι σκεπές στους στάβλους ήταν από άχυρα σίκαλης.

Μπήκα σε έναν άλλο κόσμο, ταξίδι στο χρόνο σε παραμύθι. Δεν πίστευα στα μάτια μου.

Ο Αχμέτ είχε ανοιξιάτικη σίκαλη, κριθάρι, φασόλια, καλαμπόκια, ντομάτες, πιπέρια κλπ.  Κρατούσε πάνω από 20 ποικιλίες λαχανικών και σιτηρών και είχε και αυτόχθονα αγροτικά ζώα.

Το όργωμα των χωραφιών γινόταν με ξύλινο άροτρο όπως εδώ και 3.000 χρόνια, η γνώση μεταφέρονταν από τον πατέρα στα παιδιά. Η σίκαλη θερίζονταν και αλωνίζονταν με τα χέρια.  Η οικογένεια του Αχμέτ έκανε βούτυρο σε ξύλινη ντρουβάνα, με αυτοσχέδιο πολύ μεγάλο γουδοχέρι για εξοικονόμηση δύναμης.

Με τον Αχμέτ ξεκίνησε μια πολύ δυνατή σχέση φιλίας. Από εκεί και μετά πραγματοποίησα δεκάδες ταξίδια στο Διάσπαρτο. Πήγα καθηγητές πανεπιστημίου από το εξωτερικό, τηλεοπτικά συνεργεία, ομάδες ξένον και Ελλήνων ερευνητών κλπ.

Όταν επέστρεψα στο Δασωτό ήταν δεκαπενταύγουστος. Ήταν η μέρα που οι νέοι ιδιοκτήτες του σπιτιού που ζούσα, μου ανακοίνωσαν ότι θα έπρεπε να επιστρέψω το σπίτι σε ένα χρόνο.  Ένας κύκλος έκλεισε.

Τον Οκτώβριο του 1997, με τη βοήθεια φίλων οργάνωσα στη Θεσσαλονίκη το τραγουδώντας για το Πελίτι. Η Ελλήνα Χριστοδουλάρη ήταν μια από τους ανθρώπους που στήριξαν αυτή την εκδήλωση. Ένας από τους μουσικούς που προσφέρθηκαν να παίξουν ήταν ο αείμνηστος Γιάννης Στρίκος.

Τον Αύγουστο του 1998, μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες να βρω ένα σπίτι στο χωριό έφυγα από το Δασωτό. Με τη βοήθεια του Δημήτρη μετέφερα όλη τη συλλογή των σπόρων στη Θεσσαλονίκη και με τη βοήθεια του Αχιλλέα μετέφερα τα πράγματα μου στη Σέρρες.

Ένας νέος κύκλος μόλις είχε ανοίξει.

Κείμενο: Παναγιώτης Σαϊνατούδης.

Επιμέλεια: Νίκος Σουλιώτης.

Φωτογραφία: Τζίνζια Πιατανίνη & Αρχείο Πελίτι.

Scroll to Top