Στις 2 Μάιου 1993, ξεκίνησα μαζί με τον αδερφό μου να με πάει με το αυτοκίνητο του, στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου. Είχα νοικιάσει ένα σπίτι στο Δασωτό και πήγαινα να ζήσω στο χωριό, από τη Θεσσαλονίκη που ζούσα ως τότε. Πήρα μαζί μου έναν υπνόσακο, μερικά ρούχα και κάποια λίγα σκεύη για την κουζίνα.
Το Δεκέμβριο του 1990 είχα ξεκινήσει να οργανώνω τα μαθήματα οικολογικής γεωργίας στη Θεσσαλονίκη. Τα μαθήματα αυτά είχαν εξελιχθεί στο Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής. Την οργάνωση των μαθημάτων την είχα για τρεις χρονιές, 1990-1991, 1991-1992 και 1992-1993. Τα Χριστούγεννα του 1992 τα πέρασα στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου. Εκεί ένιωσα ένα εσωτερικό κάλεσμα να πάω και να ζήσω στο Δασωτό. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο – μέσα από μια σειρά συμπτώσεων – βρέθηκα να οργανώνω μαθήματα οικολογικής γεωργίας για αγρότες στο Δασωτό Κ. Νευροκοπίου, Μάρτιος και Απρίλιος 1993.
Στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ ωραία η ζωή μου αλλά ένιωθα ότι υπήρχε ένα κενό. Μιλούσα για γεωργία αλλά δεν έπιανα χώμα. Καλλιεργούσα κάποιες ξερακιανές ντομάτες στο μπαλκόνι στο σπίτι της μητέρας μου, στο βαρδάρη, μέσα στα καυσαέρια και το θόρυβο.
Το καλοκαίρι του 1991 και του 1992 μαζί με τον Σπύρο Μποτονάκη, οργανώσαμε τα μαθήματα «ορεινής οικονομίας» στο Κλαυσή Ευρυτανίας. Οι εμπειρίες μας ήταν πολύ δυνατές, για μια εβδομάδα ζούσαμε όλοι μαζί, παρακολουθούσαμε όλοι τα μαθήματα, μαγειρεύαμε μαζί, εργαζόμασταν μαζί και το βράδυ τραγουδούσαμε κάτω από τον έναστρο ουρανό. Αυτές οι εμπορίες με σημάδεψαν, με έκαναν να μην θέλω να ζήσω στην πόλη.
Έτσι βρέθηκα να ζω στο Δασωτό. Οι φίλοι μου, μου είπαν ότι άλλο είναι να έρχεσαι ένα σαββατοκύριακο και άλλο είναι να ζεις μόνιμα σε ένα χωριό, είχαν δίκαιο. Για τους ντόπιους, τους ήταν πολύ παράξενο που ένας νέος άνθρωπος – 24 χρονών – πήγε να ζήσει στο χωριό τους. Αυτοί ήθελαν να φύγουν στην πόλη, εγώ τους γκρέμιζα το όνειρο.
- Και τι ωραίο βρήκες στο χωριό μας;
- Τον καθαρό αέρα, την ησυχία και την ηρεμία
Όταν όμως οι άνθρωποι τα έχουν, δεν τα εκτιμούν, εγώ μεγάλωσα μέσα στο Βαρδάρη, 24 ώρες η οδός Λαγκαδά είχε κίνηση. Τα μαγαζιά με τα ανταλλακτικά άνοιγαν από τις 6 το πρωί και έκλειναν στις 5 το απόγευμα. Τα διαμερίσματα το ένα πάνω στο άλλο.
Δεν εργαζόμουν κάπου οπότε ότι είχα ήταν πράγματα φίλων που δεν τα ήθελαν.
Στο Δασωτό μάζευα λουλούδια και έκανα ανθοδέσμες κατασκευές από αποξηραμένα λουλούδια, βότανα, αργότερα έκανα μπουμπουνιέρες κ.α.
Το βασικό μου έξοδο ήταν το ενοίκιο και το ρεύμα. Το ένα πιάτο φαγητό το έβρισκα βοηθώντας τον μπάρμπα Λευτέρη για τη μετακίνηση μου είχα το ότο στοπ.
Στην αρχή είχα ένα ραδιόφωνο για να ακούω τραγούδια και τα νέα. Τα ραδιόφωνα όμως έλεγαν νέα και ειδήσεις που ένιωθα ότι δεν με ενδιαφέρουν, οπότε σταμάτησα να ακούω ραδιόφωνο. Έτσι σιγά, σιγά μπήκα σε μια αφαιρετική κατάσταση. Σε ένα χρόνο από τότε που πήγα στο Δασωτό μετακόμισα σε ένα άλλο σπίτι που ήταν στην αρχή του χωριού, δεν πλήρωνα ενοίκιο και δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα.
Σε αυτό το σπίτι έχουμε ζήσει απίστευτες στιγμές. Ερχόταν οι φίλοι μου ο καθένας έβαζε στο τραπέζι ότι είχε και τρώγαμε.
Ανάβαμε φωτιά έξω στην αυλή και τραγουδούσαμε
- Ήρθαν οι οικολόγοι!!!
Το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων, οργάνωνα μαθήματα, συναντήσεις κ.λ.π. όλοι κοιμόμασταν στρωματσάδα στο πάτωμα, είκοσι άτομα μέσα στο σπίτι, ο ένας πάνω στον άλλο. Φυσικά τα σχόλια οργίαζαν πολύ περισσότερο από αυτά που μπορεί να κάναμε ή να μην κάναμε εμείς.
Στο Δασωτό έζησα ουσιαστικά από τις 2 Μαΐου 1993 ως το 15 Αυγούστου 1997.
Μετά πήγα για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, τον Αύγουστο του 1998, μετακομίζω τα πράγματα από το σπίτι στο Δασωτό στην Κάρπη του νομού Κιλκίς. Εκεί μου παραχωρούν ένα σπίτι, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς ενοίκιο.
Οπότε συνεχίζω να ζω με τον ίδιο τρόπο.
Το 1999 μετακομίζω στο Σουμάκ. Ως τότε είχα επισκεφτεί και είχα ζήσει ως επισκέπτης σε πομακοχώρια που δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, είχα ζήσει εγώ χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα αλλά είχε όλη η κοινότητα. Το Σουμάκ ήταν το πρώτο μέρος όπου δεν είχε κανένας ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε εγώ ούτε η κοινότητα.
Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα να δω και να ζήσω με άλλους ανθρώπους που δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα.
Η ζωή χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα έχει πολλές πρακτικές δυσκολίες. Όσοι έχουν ρεύμα πατάνε ένα κουμπί και έχουν φως, θέρμανση, ζεστό νερό, φωτιά για το φαγητό, κ.λ.π.
Όταν από το Σουμάκ κατέβαινα στη Θεσσαλονίκη, μου ήταν πολύ εντυπωσιακές οι ανέσεις που παρείχε το ηλεκτρικό ρεύμα. Έκανα σαν την ταινία ο ναυαγός», που ανάβει τον αναπτήρα και έχει φωτιά.
Αυτό το συναίσθημα το έχω ζήσει πολλές φορές.
Κάποια στιγμή με ενημέρωσαν ότι θα έρθει το συνεργείο της ΔΕΗ και θα βάλει ρεύμα στο Σουμάκ. Όντος ήρθε το συνεργείο και έκανε τις συνδέσεις.
Δεν βγήκα από το σπίτι να χαιρετίσω το συνεργείο. Ήμουν πολύ ενοχλημένος για το πώς αντιμετώπιζαν τους Πομάκους.
Το ρεύμα έφερε τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή τον κατοίκων, τους βοήθησε να τους κάνει πιο άνετη τη ζωή τους, να έχουν φως να μπορούν να κάτσουν το βράδυ. Οι γυναίκες ως τότε κεντούσαν μεταξωτά για τα καταστήματα μεταξωτών, κάτω από το φως της γκαζόλαμπας, κάτι πολύ δύσκολο.
Μπορούσαν τώρα να πάνε στα ζώα τους και στις αποθήκες τους με φως.
Η μεγάλη αλλαγή που έγινε είναι ότι σταματήσαμε να κουβεντιάζουμε, όταν πήγαινα στα σπίτια τους βλέπαμε τηλεόραση. Γι’ αυτούς ήταν μια μεγάλη ανάγκη και δεν τους κατηγορώ. Αλλά το όνειρο είχε χαθεί.
Το θέμα της ηλεκτρικής ενέργεια το έψαξα παρά πολύ. Πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι ανεξάρτητη στο θέμα της ηλεκτρικής ενέργειας με μικρές οικιακές μονάδες ή μικρά κοινοτικά συστήματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν υποστηρίζω σε καμιά περίπτωση τα υδροηλεκτρικά φράγματα, την πράσινη ενέργεια με τις τεράστιες ανεμογεννήτριες, ούτε τα τεράστια φωτοβολταικά πάρκα. «Το μικρό είναι όμορφο» έλεγε ένα παλιό σύνθημα του οικολογικού κινήματος.
Εδώ και ένα χρόνο τουλάχιστον έχουμε στο Πελίτι ηλεκτρική ενέργεια από τον ήλιο. Είναι πολύ μεγάλη εμπειρία η αίσθηση της αυτονομίας στην ενέργεια και του χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Έζησα κοντά στα εννιά χρόνια από επιλογή, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτή η εμπειρία ήταν πολύ δυνατή και έχει χαραχτεί πολύ βαθιά στην ψυχή μου, αλλά και όλων όσων ζήσαμε παρέα τα βράδια στο Δασωτό ή στην Κάρπη ή στο Σουμάκ.
Φωτογραφία της Καλλιρρόης Κατσαφάρας. Θεσσαλονίκη 1995, στο μπάγκο μου στη λαϊκή αγορά της Καμάρας.